εύρημα: Difference between revisions
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
mNo edit summary |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[εύρεμα]] και [[ηύρεμα]], το (ΑΜ [[εὕρημα]] και [[εὕρεμα]]) [[ευρίσκω]]<br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] βρίσκεται ή ανακαλύπτεται [[μετά]] από [[σκέψη]] και [[έρευνα]] (α. «τα ευρήματα της έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»<br /><b>2.</b> [[κάτι]] που βρίσκεται τυχαία και απροσδόκητα, ανέλπιστο [[απόκτημα]] ή [[κέρδος]] (α. «ηύρεμά μου!» — εγώ το βρήκα, εμένα ευνόησε η [[τύχη]] να το βρω<br />β. «ὁ | |mltxt=και [[εύρεμα]] και [[ηύρεμα]], το (ΑΜ [[εὕρημα]] και [[εὕρεμα]]) [[ευρίσκω]]<br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] βρίσκεται ή ανακαλύπτεται [[μετά]] από [[σκέψη]] και [[έρευνα]] (α. «τα ευρήματα της έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»<br /><b>2.</b> [[κάτι]] που βρίσκεται τυχαία και απροσδόκητα, ανέλπιστο [[απόκτημα]] ή [[κέρδος]] (α. «ηύρεμά μου!» — εγώ το βρήκα, εμένα ευνόησε η [[τύχη]] να το βρω<br />β. «ὁ Βακχεῖος [[θεός]]... σ' [[εὕρημα]] δέξατ' ἔκ του Νυμφᾱν» — ο [[Βάκχος]] είχε την [[τύχη]] να σέ αποχτήσει ανέλπιστα από κάποια Νύμφη, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επινόηση]] [[προς]] όφελος κάποιου<br /><b>μσν.</b><br />[[ανταμοιβή]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 13 October 2022
Greek Monolingual
και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) ευρίσκω
1. οτιδήποτε βρίσκεται ή ανακαλύπτεται μετά από σκέψη και έρευνα (α. «τα ευρήματα της έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»
2. κάτι που βρίσκεται τυχαία και απροσδόκητα, ανέλπιστο απόκτημα ή κέρδος (α. «ηύρεμά μου!» — εγώ το βρήκα, εμένα ευνόησε η τύχη να το βρω
β. «ὁ Βακχεῖος θεός... σ' εὕρημα δέξατ' ἔκ του Νυμφᾱν» — ο Βάκχος είχε την τύχη να σέ αποχτήσει ανέλπιστα από κάποια Νύμφη, Σοφ.)
3. επινόηση προς όφελος κάποιου
μσν.
ανταμοιβή.