ηύρεμα
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
Greek Monolingual
και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) ευρίσκω
1. οτιδήποτε βρίσκεται ή ανακαλύπτεται μετά από σκέψη και έρευνα (α. «τα ευρήματα της έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»
2. κάτι που βρίσκεται τυχαία και απροσδόκητα, ανέλπιστο απόκτημα ή κέρδος (α. «ηύρεμά μου!» — εγώ το βρήκα, εμένα ευνόησε η τύχη να το βρω
β. «ὁ Βακχεῖος θεός... σ' εὕρημα δέξατ' ἔκ του Νυμφᾱν» — ο Βάκχος είχε την τύχη να σέ αποχτήσει ανέλπιστα από κάποια Νύμφη, Σοφ.)
3. επινόηση προς όφελος κάποιου
μσν.
ανταμοιβή.