διπλῇ: Difference between revisions
ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[διπλῆ]])<br /><b>βλ.</b> [[διπλός]].<br /><b>(II)</b><br />[[διπλῇ]] και | |mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[διπλῆ]])<br /><b>βλ.</b> [[διπλός]].<br /><b>(II)</b><br />[[διπλῇ]] και διπλεῖ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> δύο φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[διπλούς]] <span style="color: red;">+</span> (επιρρ. κατάλ.) -<i>ῂ</i> ([[πρβλ]]. <i>αλλαχῄ</i>, <i>διχῄ</i>)<br />το <i>δειπλεί</i> [[είναι]] [[δωρικός]] τ. του <i>διπλῄ</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:30, 13 October 2022
English (LSJ)
(Dor. διπλεῖ Tab.Heracl.1.109, Leg.Gort.2.7), Adv. A twice, E.Ion760, cj. in S.Ant.725. II twice as much, opp. ἁπλῇ, IG12.6.47; followed by ἤ, Pl.R.330c.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de deux façons, càd dans les deux sens (contraires);
2 deux fois : διπλῇ ἤ, deux fois autant que.
Étymologie: dat. fém. contr. de διπλόος.
Greek Monolingual
(I)
η (AM διπλῆ)
βλ. διπλός.
(II)
διπλῇ και διπλεῖ (Α)
επίρρ. δύο φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλούς + (επιρρ. κατάλ.) -ῂ (πρβλ. αλλαχῄ, διχῄ)
το δειπλεί είναι δωρικός τ. του διπλῄ].
Greek Monotonic
διπλῇ: επίρρ., δύο φορές, δύο φορές κατ' επανάληψη, στη σειρά, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
διπλῇ: дор. διπλᾷ adv.
1) с обеих сторон: εὖ γὰρ εὕρηται δ. Soph. оба вы говорили правильно;
2) вдвое, вдвойне (ζημιοῦσθαι Plat.);
3) дважды (θανεῖν Eur.).