κράδος: Difference between revisions
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=κρᾰ́δος | ||
|Medium diacritics=κράδος | |Medium diacritics=κράδος | ||
|Low diacritics=κράδος | |Low diacritics=κράδος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krados | |Transliteration C=krados | ||
|Beta Code=kra/dos | |Beta Code=kra/dos | ||
|Definition=[ᾰ], ὁ, < | |Definition=[ᾰ], ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[blight]] in [[fig tree]]s, etc., which [[blacken]]s the [[bough]]s, Thphr.HP4.14.4.<br><span class="bld">II</span> = [[κράδη]] ''1'', [[varia lectio|v.l.]] for [[κλάδοις]] in Dsc.1.128. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:33, 13 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A blight in fig trees, etc., which blackens the boughs, Thphr.HP4.14.4.
II = κράδη 1, v.l. for κλάδοις in Dsc.1.128.
Greek (Liddell-Scott)
κράδος: ᾰ, ὁ, νόσος τις φθοροποιὸς τῶν συκῶν, κλ., ἥτις μελανίζει τοὺς κλάδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 4· ἴδε κράδη ΙΙ. ΙΙ. = κράδη Ι, κλάδος, Διοσκ. 1. 133 (Sprengel κράδη).
Greek Monolingual
κράδος, ὁ (Α)
1. νόσος τών φυτών, και ιδίως της συκιάς, που μαυρίζει τα κλαδιά τους («καλεῖται δὲ σφακελισμὸς μέν, ὅταν αἱ ῥίζαι μελανθῶσι
κράδος δέ, ὅταν οἱ κλάδοι», Θεόφρ.)
2. κλάδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κράδη, μτγν. και σπάνιος].