Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κηδεμόνας: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[κηδεμών]], -όνος, ό)<br />αυτός που επιβλέπει και φροντίζει [[άτομο]] ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο [[σχολείο]] [[αύριο]] με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῦδε γὰρ σὺ [[κηδεμών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[φροντίδα]] προσώπου ή πράγματος, ο [[προστάτης]] (α. «χθὲς οὖν ὁ Κλέων ὁ [[κηδεμών]] ἡμῖν ἐφεῑτ' ἐν ᾧρα», <b>Αριστοφ.</b> β. «τᾱσθε φυγᾱς Ἀερίας ἀπὸ γᾱς εἴ τις ἐστὶ [[κηδεμών]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που επιμελείται την [[κηδεία]] τών [[νεκρών]] («κηδεμόνες δὲ παρ' [[αὖθι]] μένον καί νήεον ὕλην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συγγενής]] εξ αγχιστείας ή εξ επιγαμίας, [[κηδεστής]] («ὦ κακόνυμφε [[κηδεμών]] τυράννων», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κηδε</i>-<i>μών</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κηδε</i>- (του <i>κήδ</i>-<i>ομαι</i>, [[πρβλ]]. παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κηδ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μών</i> ([[πρβλ]]. [[αγρεμών]], [[ηγεμών]])].
|mltxt=ο, η (Α [[κηδεμών]], -όνος, ό)<br />αυτός που επιβλέπει και φροντίζει [[άτομο]] ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο [[σχολείο]] [[αύριο]] με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῦδε γὰρ σὺ [[κηδεμών]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[φροντίδα]] προσώπου ή πράγματος, ο [[προστάτης]] (α. «χθὲς οὖν ὁ Κλέων ὁ [[κηδεμών]] ἡμῖν ἐφεῖτ' ἐν ᾧρα», <b>Αριστοφ.</b> β. «τᾱσθε φυγᾱς Ἀερίας ἀπὸ γᾱς εἴ τις ἐστὶ [[κηδεμών]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που επιμελείται την [[κηδεία]] τών [[νεκρών]] («κηδεμόνες δὲ παρ' [[αὖθι]] μένον καί νήεον ὕλην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συγγενής]] εξ αγχιστείας ή εξ επιγαμίας, [[κηδεστής]] («ὦ κακόνυμφε [[κηδεμών]] τυράννων», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κηδε</i>-<i>μών</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κηδε</i>- (του <i>κήδ</i>-<i>ομαι</i>, [[πρβλ]]. παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κηδ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μών</i> ([[πρβλ]]. [[αγρεμών]], [[ηγεμών]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 13 October 2022

Greek Monolingual

ο, η (Α κηδεμών, -όνος, ό)
αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῦδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.)
αρχ.
(γενικά)
1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο προστάτης (α. «χθὲς οὖν ὁ Κλέων ὁ κηδεμών ἡμῖν ἐφεῖτ' ἐν ᾧρα», Αριστοφ. β. «τᾱσθε φυγᾱς Ἀερίας ἀπὸ γᾱς εἴ τις ἐστὶ κηδεμών», Αισχύλ.)
2. αυτός που επιμελείται την κηδεία τών νεκρών («κηδεμόνες δὲ παρ' αὖθι μένον καί νήεον ὕλην», Ομ. Ιλ.)
3. συγγενής εξ αγχιστείας ή εξ επιγαμίας, κηδεστής («ὦ κακόνυμφε κηδεμών τυράννων», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηδε-μών < θ. κηδε- (του κήδ-ομαι, πρβλ. παρακμ. κέ-κηδ-α) + επίθημα -μών (πρβλ. αγρεμών, ηγεμών)].