παταγώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α [[πάταγος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] πάταγο, [[εκπέμπω]] ισχυρό κρότο («παταγεῑ δ' εὐρεία [[θάλασσα]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πτηνά) [[κρώζω]], [[κραυγάζω]] θορυβωδώς («ὁ [[κόττυφος]] ἐν μὲν τῷ θέρει ᾄδει, τοῦ δὲ χειμῶνος παταγεῑ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με τα δόντια) [[τρίζω]]<br /><b>4.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να θορυβεί, [[κρούω]], [[χτυπώ]] («πολλοὶ δὲ τύμπανα παταγέουσιν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «καλὰ δὴ παταγεῖς» — καλά τά κατάφερες.
|mltxt=-έω, Α [[πάταγος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] πάταγο, [[εκπέμπω]] ισχυρό κρότο («παταγεῖ δ' εὐρεία [[θάλασσα]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πτηνά) [[κρώζω]], [[κραυγάζω]] θορυβωδώς («ὁ [[κόττυφος]] ἐν μὲν τῷ θέρει ᾄδει, τοῦ δὲ χειμῶνος παταγεῖ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με τα δόντια) [[τρίζω]]<br /><b>4.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να θορυβεί, [[κρούω]], [[χτυπώ]] («πολλοὶ δὲ τύμπανα παταγέουσιν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «καλὰ δὴ παταγεῖς» — καλά τά κατάφερες.
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 13 October 2022

Greek Monolingual

-έω, Α πάταγος
1. κάνω πάταγο, εκπέμπω ισχυρό κρότο («παταγεῖ δ' εὐρεία θάλασσα», Θεόκρ.)
2. (για πτηνά) κρώζω, κραυγάζω θορυβωδώς («ὁ κόττυφος ἐν μὲν τῷ θέρει ᾄδει, τοῦ δὲ χειμῶνος παταγεῖ», Αριστοτ.)
3. (σχετικά με τα δόντια) τρίζω
4. κάνω κάτι να θορυβεί, κρούω, χτυπώ («πολλοὶ δὲ τύμπανα παταγέουσιν», Λουκιαν.)
5. φρ. «καλὰ δὴ παταγεῖς» — καλά τά κατάφερες.