ἀνόδους: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
 
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν (Α [[ἀνόδους]])<br />ο [[δίχως]] δόντια, ο [[φαφούτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>Βοτ.</b> <b>βλ.</b> <i>ανόδα</i>.
|mltxt=-ουν (Α [[ἀνόδους]])<br />ο [[δίχως]] δόντια, ο [[φαφούτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>Βοτ.</b> <b>βλ.</b> <i>ανόδα</i>.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ὁ [[χωρίς]] δόντια). Ἀπό τό α στερητ. + [[ὀδούς]].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 14 October 2022

German (Pape)

[Seite 239] οντος, zahnlos, Ath. VII, 319 d aus Arist. part. an. 3, 14.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόδους: οντος adj. беззубый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόδους: -οντος, ὁ, ἡ, ἄνευ ὀδόντων, νωδός, Ἀριστ. π. Ζ. μορ. 3.14, 9, Ἀποσπ. 278.

Spanish (DGE)

-ουν
que no tiene dientes ῥαφίς Arist.Fr.294, v. ἀνόδοντος.

Greek Monolingual

-ουν (Α ἀνόδους)
ο δίχως δόντια, ο φαφούτης
νεοελλ.
Βοτ. βλ. ανόδα.

Mantoulidis Etymological

(=ὁ χωρίς δόντια). Ἀπό τό α στερητ. + ὀδούς.