βαυκαλίζω: Difference between revisions
From LSJ
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
(CSV import) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[βαυκαλίζω]])<br />[[νανουρίζω]], [[αποκοιμίζω]] σιγοτραγουδώντας μονότονα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκοιμίζω]] ή [[καθησυχάζω]] κάποιον με απατηλές υποσχέσεις<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[μένω]] [[ήσυχος]] ξεγελώντας τον εαυτό μου με αβάσιμες ελπίδες και ψεύτικες υποσχέσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[βαυκαλώ]]]. | |mltxt=(AM [[βαυκαλίζω]])<br />[[νανουρίζω]], [[αποκοιμίζω]] σιγοτραγουδώντας μονότονα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκοιμίζω]] ή [[καθησυχάζω]] κάποιον με απατηλές υποσχέσεις<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[μένω]] [[ήσυχος]] ξεγελώντας τον εαυτό μου με αβάσιμες ελπίδες και ψεύτικες υποσχέσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[βαυκαλώ]]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[κοιμίζω]], νανουρίζω) καί [[βαυκαλάω]]. Εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπό τό βαυ-βαυ, [[φωνή]] τῆς τροφοῦ γιά νά νανουρίσει τό μωρό. Ἀπό ἐδῶ: [[βαυκάλημα]] (=νανούρισμα). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 14 October 2022
English (LSJ)
= βαυκαλάω, AB85, Hsch.
Spanish (DGE)
arrullar a un niño para dormirlo, Hsch., AB 85.28.
German (Pape)
[Seite 439] = βαυκαλάω, B. A. 85.
Greek Monolingual
(AM βαυκαλίζω)
νανουρίζω, αποκοιμίζω σιγοτραγουδώντας μονότονα
νεοελλ.
1. αποκοιμίζω ή καθησυχάζω κάποιον με απατηλές υποσχέσεις
2. (-ομαι) μένω ήσυχος ξεγελώντας τον εαυτό μου με αβάσιμες ελπίδες και ψεύτικες υποσχέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βαυκαλώ].
Mantoulidis Etymological
(=κοιμίζω, νανουρίζω) καί βαυκαλάω. Εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπό τό βαυ-βαυ, φωνή τῆς τροφοῦ γιά νά νανουρίσει τό μωρό. Ἀπό ἐδῶ: βαυκάλημα (=νανούρισμα).