καταβαρύνω: Difference between revisions
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katavaryno | |Transliteration C=katavaryno | ||
|Beta Code=katabaru/nw | |Beta Code=katabaru/nw | ||
|Definition== [[καταβαρέω]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Vert.</span>9</span>:—in Pass., <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ki.</span> 13.25</span>, al.; of sleep, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Marc.</span>14.40</span>: metaph., <b class="b3">κ. τὸν βίον</b> Antip. ap. Stob.4.22.25, cf. <span class="title">Corp.Herm.</span>2.9 (Pass.). | |Definition== [[καταβαρέω]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Vert.</span>9</span>:—in Pass., <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">2 Ki.</span> 13.25</span>, al.; of sleep, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Marc.</span>14.40</span>: metaph., <b class="b3">κ. τὸν βίον</b> Antip. ap. Stob.4.22.25, cf. <span class="title">Corp.Herm.</span>2.9 (Pass.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:30, 15 October 2022
English (LSJ)
= καταβαρέω, Thphr.Vert.9:—in Pass., LXX 2 Ki. 13.25, al.; of sleep, Ev.Marc.14.40: metaph., κ. τὸν βίον Antip. ap. Stob.4.22.25, cf. Corp.Herm.2.9 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1339] = καταβαρέω, LXX; τὸν βίον Antin. Stob. fl. 67, 25.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βαρύνω neerdrukken:. ἦσαν γὰρ αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καταβαρυνόμενοι want hun ogen waren zwaar (van de slaap) NT Marc. 14.40.
Russian (Dvoretsky)
καταβᾰρύνω: обременять; pass. тяжелеть (от сна) (οἱ ὀφθαλμοὶ καταβαρυνόμενοι NT).
Greek Monolingual
και καταβαραίνω (Α καταβαρύνω)
(κυριολ. και μτφ.) καταβάλλω με το βάρος, καταπονώ, επιβαρύνω («η κυβέρνηση καταβάρυνε τον λαό με φορολογίες»)
νεοελλ.
1. υφίσταμαι υπερβολικό βάρος
2. (κυριολ. και μτφ.) γίνομαι πάρα πολύ βαρύς, βαραίνω υπερβολικά, παραβαραίνω
3. (για πρόσ.) γίνομαι δυσκίνητος, δύσκαμπτος
4. (για ασθενείς) παρουσιάζω μεγάλη επιδείνωση, πάω προς το χειρότερο.
Greek (Liddell-Scott)
καταβᾰρύνω: καταβαρέω, Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 9· μεταφ., κ. τὸν βίον Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418. 44, πρβλ. Ἑρμῆν ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 404.
Chinese
原文音譯:barÚnw 巴呂挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)重
字義溯源:加重擔,累住,壓下悲傷,載重過多;源自 (βαρύς)=煩重的,而 (βαρύς)出自(βάρος)*=重量)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 累住(1) 路21:34