ἀρκτικός: Difference between revisions
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (AM [[ἀρκτικός]], -ή, -όν) [[άρκτος]]<br />ο [[βόρειος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἀρκτικά</i><br />οι βόρειοι αστερισμοί.<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό (Α [[ἀρκτικός]], -ή, -όν) [[άρχομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> <b>συνήθ. στον πληθ.</b> οι χρόνοι του ρήματος από τους οποίους σχηματίζονται οι υπόλοιποι<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αρχικός]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (AM [[ἀρκτικός]], -ή, -όν) [[άρκτος]]<br />ο [[βόρειος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἀρκτικά</i><br />οι βόρειοι αστερισμοί.<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό (Α [[ἀρκτικός]], -ή, -όν) [[άρχομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> <b>συνήθ. στον πληθ.</b> οι χρόνοι του ρήματος από τους οποίους σχηματίζονται οι υπόλοιποι<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αρχικός]]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-όν 1 [[relativo a la Osa Mayor]] ἀρκτικὴ πρᾶξις <b class="b3">práctica mágica con la Osa Mayor</b> P LXXII 1 ἀρκτικὴ δύμανις πάντα ποιοῦσα <b class="b3">poder de la Osa que todo lo realiza</b> P IV 1331 2 subst. ἡ ἀ. [[conjuro a la Osa Mayor]] ἀρκτικὴ πάντα ποιοῦσα <b class="b3">conjuro a la Osa que todo lo realiza</b> P IV 1275 P VII 686 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:12, 15 October 2022
English (LSJ)
(A), ή, όν, A (ἄρκτος 1.2) near the Bear, arctic, northern, πόλος Arist.Mu.392a3; κύκλος Hipparch.1.7.6, etc.: pl., Gem.5.10; -κά, τά, the northern constellations, Str.1.1.21: Comp. -ώτερος ib. 12, Gem.14.10: Sup., Str.1.1.6. II connected with the Great Bear, δύναμις PMag.Par.1.1275.
ἀρκτικός (B), ή, όν, (ἄρχομαι) A initial, placed at the beginning, of a sentence, A.D.Synt.28.19; ἀ. τεθεὶς σύνδεσμος Demetr.Eloc.56; of a word, συλλαβή Heph.1. 2 originative, c. gen., πυρετοῦ Gal. 17(2).299.
ἀρκτικός (C), ή, όν, (ἄρχω) A imperious, Vett.Val.9.16.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 ártico, septentrional πόλος Arist.Mu.392a3, Hippol.Haer.4.47.2, κύκλος Hipparch.1.7.6, Eudox.Fr.64a, plu., Gem.5.10, ὠκεανός D.C.44.43.1, μέρος IGLS 465.6 (Antioquena I d.C.), ἀρκτικωτέρα ... ἡ Κύζικος τῆς Κολοφῶνος Sch.Nic.Al.7a, τὰ ... ἀρκτικώτερα (ἄστρα) Gem.14.10, ἀπὸ τοῦ ἀρκτικωτάτου στόματος Ptol.Geog.3.10.17
•subst. ὁ ἀ. el circulo ártico ὁ ... ἀ. ἐστι δύσεως καὶ ἀνατολῆς ὅρος el círculo ártico es el límite del levante y el poniente Str.1.1.6, cf. Plu.2.429f, 888c, plu., Str.1.1.21.
2 de la Osa Mayor ἀρκτικὴ δύναμις o simpl. ἀρκτική en los papiros mágicos invocando la constelación ἀ. δύναμις πάντα ποιοῦσα PMag.4.1275, 1331, cf. 7.686.
-ή, -όν
I 1inicial, colocado al principio σύμφωνα Heracl.Mil.Gramm.Pap.21.25, σύνταξις τῶν ἄρθρων A.D.Synt.137.1, σύνθεσις A.D.Synt.180.6, τόνος A.D.Synt.308.14, ἀ. ... τεθεὶς ὁ σύνδεσμος Demetr.Eloc.56, cf. Heph.1, EM 489.26G., lat. inchoatiuus Charis.252
•subst. τὸ ἀρκτικὸν τῆς ... συλλαβῆς Aristid.Quint.43.17.
2 que da origen a c. gen. πυρετοῦ Gal.17(2).299.
II astrol. dominante λέων Vett.Val.9.9.
German (Pape)
[Seite 354] anfangend, Apoll. pron. 309, 6. nördlich, Pol. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
arctique, septentrional.
Étymologie: ἄρκτος.
2ή, όν :
t. de gramm. initial.
Étymologie: ἄρχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρκτικός: арктический, северный (πόλος Arst.; ζώνη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκτικός: -ή, -όν, παρὰ τὴν ἄρκτον, ἀρκτικός, βόρειος, πόλος ἀρκτικὸς Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 5, Πολύβ. παρὰ Στράβ. 96· ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει Συλλ. Ἐπιγρ. 4449.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό (AM ἀρκτικός, -ή, -όν) άρκτος
ο βόρειος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀρκτικά
οι βόρειοι αστερισμοί.
(II)
-ή, -ό (Α ἀρκτικός, -ή, -όν) άρχομαι
νεοελλ.
γραμμ. συνήθ. στον πληθ. οι χρόνοι του ρήματος από τους οποίους σχηματίζονται οι υπόλοιποι
αρχ.
ο αρχικός.
Léxico de magia
-όν 1 relativo a la Osa Mayor ἀρκτικὴ πρᾶξις práctica mágica con la Osa Mayor P LXXII 1 ἀρκτικὴ δύμανις πάντα ποιοῦσα poder de la Osa que todo lo realiza P IV 1331 2 subst. ἡ ἀ. conjuro a la Osa Mayor ἀρκτικὴ πάντα ποιοῦσα conjuro a la Osa que todo lo realiza P IV 1275 P VII 686