πάναγνος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ [[πάναγνος]], -ον)<br />[[πάρα]] πολύ [[αγνός]], αγνότατος<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[πάναγνος]]<br />[[προσωνυμία]] της Θεοτόκου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πανάγνως</i> (Α)<br />με πάναγνο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἁγνός]].
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ [[πάναγνος]], -ον)<br />[[πάρα]] πολύ [[αγνός]], αγνότατος<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[πάναγνος]]<br />[[προσωνυμία]] της Θεοτόκου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πανάγνως</i> (Α)<br />με πάναγνο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἁγνός]].
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[completamente purificado]] del lugar de la práctica σχεδὸν δὲ <ὁ τόπος>, οὗ ποιεῖς, ἤτω π. <b class="b3">que el lugar donde actúas esté siempre completamente purificado</b> P VII 844
}}
}}

Revision as of 15:20, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάναγνος Medium diacritics: πάναγνος Low diacritics: πάναγνος Capitals: ΠΑΝΑΓΝΟΣ
Transliteration A: pánagnos Transliteration B: panagnos Transliteration C: panagnos Beta Code: pa/nagnos

English (LSJ)

= παναγής 1, ὄμμα Callistr.Stat. 10; κήρυκες Sch.Aeschin.1.20.

German (Pape)

[Seite 455] ganz keusch, rein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πάναγνος: ὁ, ὅλως ἁγνός, Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. 12. 10 Dind., Ἀμφιλ. 37Α, Δίδ. Ἀλ 452C, κλ . - Ἐπίρρ. πανάγνως, Ψευδο-Διον. Ἀρ. 436Α.

Spanish

completamente purificado

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ πάναγνος, -ον)
πάρα πολύ αγνός, αγνότατος
το θηλ. ως ουσ. η πάναγνος
προσωνυμία της Θεοτόκου.
επίρρ...
πανάγνως (Α)
με πάναγνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἁγνός.

Léxico de magia

-ον completamente purificado del lugar de la práctica σχεδὸν δὲ <ὁ τόπος>, οὗ ποιεῖς, ἤτω π. que el lugar donde actúas esté siempre completamente purificado P VII 844