ὑποχρίω: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[smear]] under or [[upon]], τί τινι Hdt.; ὑπ. τινί to [[paint]] his [[face]] under the eyes, Xen.:—Mid., ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς to [[paint]] one's own eyes [[underneath]], Xen.
|mdlsjtxt=<br />to [[smear]] under or [[upon]], τί τινι Hdt.; ὑπ. τινί to [[paint]] his [[face]] under the eyes, Xen.:—Mid., ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς to [[paint]] one's own eyes [[underneath]], Xen.
}}
{{elmes
|esmgtx=[[ungir]] κοινὰ ἢ ὅτι ἂν θέλῃς γράφων, χεῖρα ὑπόχρισον <b class="b3">(añade) lo usual o escribe lo que quieras y unge tu mano</b> P VII 997
}}
}}

Revision as of 15:35, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχρίω Medium diacritics: ὑποχρίω Low diacritics: υποχρίω Capitals: ΥΠΟΧΡΙΩ
Transliteration A: hypochríō Transliteration B: hypochriō Transliteration C: ypochrio Beta Code: u(poxri/w

English (LSJ)

[ῑ], smear under or on, besmear, anoint, τινί τι Hdt. 2.86, Hp.Fract.21; paint another's face under the eyes, X.Cyr.8.8.20:—Med., paint oneself, ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς (cf. ὑπογράφω v) ib.8.1.41; anoint oneself slightly, Aret.CD1.3.

French (Bailly abrégé)

enduire par dessous ; particul. teindre ou farder le bord des yeux : τινα de qqn;
Moy. ὑποχρίομαι se teindre ou se farder : τοὺς ὀφθαλμούς XÉN le bord des yeux.
Étymologie: ὑπό, χρίω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχρίω: смазывать, намазывать (τινί τι Her.): ὑ. τινί Xen. подмазывать кому-л. глаза; ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς Xen. подводить себе глаза.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχρίω: [ῑ], χρίω ὑποκάτω ἢ ὀλίγον, Λατ. sublinere, τινί τι Ἡρόδ. 2. 86, Ἱππ. π. Ἀγμ. 765· τοὺς κοσμητάς, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτοὺς Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 8. 20. ― Μέσ., καὶ ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς (πρβλ. ὑπογράφω V)... ὡς εὐοφθαλμότεροι φαίνοιντο ἢ εἰσὶ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 1, 41· ἀλείφομαι ὀλίγον, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3.

Spanish

ungir

Greek Monolingual

ΜΑ χρίω
αλείφω αποκάτω ή λίγο
αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) ψιμυθιώνω, φτιασιδώνω τα κάτω από τους οφθαλμούς μέρη («ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς... ὡς εὐοφθαλμότεροι φαίνοντο ἢ εἰσι», Ξεν.).

Greek Monotonic

ὑποχρίω: [ῑ], αλείφω από κάτω ή επαλείφω, τί τινι, σε Ηρόδ.· ὑποχρίω τινί, βάφει το πρόσωπό του κάτω από τα μάτια, σε Ξεν. — Μέσ., ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς, βάφω τα μάτια μου από κάτω, στον ίδ.

Middle Liddell


to smear under or upon, τί τινι Hdt.; ὑπ. τινί to paint his face under the eyes, Xen.:—Mid., ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς to paint one's own eyes underneath, Xen.

Léxico de magia

ungir κοινὰ ἢ ὅτι ἂν θέλῃς γράφων, χεῖρα ὑπόχρισον (añade) lo usual o escribe lo que quieras y unge tu mano P VII 997