πυροειδής: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πυροειδής -ές [πῦρ, εἶδος] als vuur, vurig. | |elnltext=πυροειδής -ές [πῦρ, εἶδος] als vuur, vurig. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ές [[de ígneo aspecto]] del círculo solar δεῦρό μοι, ... ὁ ἄγγελος τοῦ ἁγίου φέγγους, ὁ κύκλος ὁ πυροειδής <b class="b3">ven a mí, el ángel de la sagrada luz, el círculo de ígneo aspecto</b> P III 141 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 15 October 2022
English (LSJ)
ές, fiery, Pl.Lg. 895c, Arist.GC330b24; φύσεις Epicur.Ep.2p.39U.; of the planet Mars, Eudox.Ars 5.13. Adv. -δῶς Placit.2.13.9 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 823] ές, feuerähnlich; Plat. Legg. X, 795 c; Arist. u. A. ές, weizenähnlich, Sp.
Russian (Dvoretsky)
πῠροειδής: огнеподобный Plat., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πῠροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς πῦρ, πυρώδης, Πλάτ. Νόμ. 895C, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 2. 3, 5. Ἐπίρρ. -δῶς, Πλούτ. 2. 888Ε.
Spanish
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
όμοιος με φωτιά, πυρώδης
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ Πυροειδής
ο πλανήτης Αρης
αρχ.
μτφ. (για λόγο) καυστικός, δηκτικός.
επίρρ...
πυροειδῶς ΜΑ
με πυροειδή τρόπο, όμοια με φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -ειδής].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυροειδής -ές [πῦρ, εἶδος] als vuur, vurig.
Léxico de magia
-ές de ígneo aspecto del círculo solar δεῦρό μοι, ... ὁ ἄγγελος τοῦ ἁγίου φέγγους, ὁ κύκλος ὁ πυροειδής ven a mí, el ángel de la sagrada luz, el círculo de ígneo aspecto P III 141