πολυάνδριος: Difference between revisions
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyandrios | |Transliteration C=polyandrios | ||
|Beta Code=polua/ndrios | |Beta Code=polua/ndrios | ||
|Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[of many men]] or [[connected with many men]], τὸ πολυάνδριον κακὸν μεταδιώκειν, i. e. [[prostitution]], Ph.1.568 (sed leg. -ανδρον); πολυάνδριος τάφος = [[πολυανδρεῖον]], Eun.Hist.p.264 D.; | |Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[of many men]] or [[connected with many men]], τὸ πολυάνδριον κακὸν [[μεταδιώκω|μεταδιώκειν]], i. e. [[prostitution]], Ph.1.568 (sed leg. -ανδρον); [[πολυάνδριος τάφος]] = [[πολυανδρεῖον]], Eun.Hist.p.264 D.; πολυάνδριοι [[δαίμων|δαίμονες]] [[spirit]]s which [[haunt]] a [[πολυανδρεῖον]], Tab.Defix.Aud.22.30.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[πολυάνδριον]], τό, [[meeting place]], [[place where many people assemble]], Plu. 2.823e (pl.).<br><span class="bld">2</span> = [[πολυανδρεῖον]], Ph.Bel.86.14, D.H.1.14, Str.9.4.16, J.BJ5.1.3, Plu.Flam.7, Ael.VH12.21. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 13:59, 30 October 2022
English (LSJ)
ον,
A of many men or connected with many men, τὸ πολυάνδριον κακὸν μεταδιώκειν, i. e. prostitution, Ph.1.568 (sed leg. -ανδρον); πολυάνδριος τάφος = πολυανδρεῖον, Eun.Hist.p.264 D.; πολυάνδριοι δαίμονες spirits which haunt a πολυανδρεῖον, Tab.Defix.Aud.22.30.
II Subst. πολυάνδριον, τό, meeting place, place where many people assemble, Plu. 2.823e (pl.).
2 = πολυανδρεῖον, Ph.Bel.86.14, D.H.1.14, Str.9.4.16, J.BJ5.1.3, Plu.Flam.7, Ael.VH12.21.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne beaucoup d'hommes;
τὸ πολυάνδριον :
1 lieu où se rassemblent beaucoup d'hommes;
2 lieu de sépulture commune, cimetière.
Étymologie: πολύανδρος.
Greek (Liddell-Scott)
πολυάνδριος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς πολλοὺς ἄνδρας, τὸ π. κακὸν μεταδιώκειν, δηλ. τὴν πορνείαν, Φίλων 1. 568. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πολυάνδριον, τό, τόπος, ἔνθα πολλοὶ συνέρχονται, Πλούτ. 2. 823Ε. 2) τόπος ἔνθα πολλοὶ θάπτονται, νεκροταφεῖον, Διον. Ἁλ. 1. 14, Στράβ., κλ.
Greek Monolingual
-ον, Α πολύανδρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυανδρία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάνδριον
α) τόπος όπου συγκεντρώνονται πολλοί άνδρες
β) νεκροταφείο πολλών ανδρών
3. φρ. α) «πολυάνδριον κακόν» — η πορνεία
β) «πολυάνδριος τάφος» — νεκροταφείο πολλών ανδρών
γ) «πολυάνδριοι δαίμονες» — πνεύματα που συχνάζουν στα νεκροταφεία.