необщительный: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
(4) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἄμικτος]], [[δυσόμιλος]], [[ἀνέξοδος]], [[δυσκοινώνητος]], [[ἀνέντευκτος]], [[δυσέντευκτος]], [[δυσεπίμικτος]], [[ἀνομίλητος]], [[κακοχρήσμων]], [[κακοχράσμων]], [[ἀπροσόμιλος]], [[ἀνίδρυτος]], [[ἀνεπίμικτος]], [[δυσξύμβολος]], [[δυσσύμβολος]], [[ἀκοινώνητος]], [[ἀκοινώνατος]] | |rueltext=[[ἄμικτος]], [[δυσόμιλος]], [[ἀνέξοδος]], [[δυσκοινώνητος]], [[ἀνέντευκτος]], [[δυσέντευκτος]], [[δυσεπίμικτος]], [[ἀνομίλητος]], [[κακοχρήσμων]], [[κακοχράσμων]], [[ἀπροσόμιλος]], [[ἀνίδρυτος]], [[ἀΐδρυτος]], [[ἀνεπίμικτος]], [[δυσξύμβολος]], [[δυσσύμβολος]], [[ἀκοινώνητος]], [[ἀκοινώνατος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:00, 7 November 2022
Russian > Greek
ἄμικτος, δυσόμιλος, ἀνέξοδος, δυσκοινώνητος, ἀνέντευκτος, δυσέντευκτος, δυσεπίμικτος, ἀνομίλητος, κακοχρήσμων, κακοχράσμων, ἀπροσόμιλος, ἀνίδρυτος, ἀΐδρυτος, ἀνεπίμικτος, δυσξύμβολος, δυσσύμβολος, ἀκοινώνητος, ἀκοινώνατος