δύσαρκτος: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à gouverner.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἄρχω]]. | |btext=ος, ον :<br />difficile à gouverner.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ἄρχω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:57, 11 November 2022
English (LSJ)
ον, hard to govern, φρένες A.Ch.1024; στρατόπεδα J.AJ4.2.1; οὐδὲν ἀνθρώπου -ότερον Plu.Luc.2; ἔθνος -ότατον App.BC2.149.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de dominar φρένες A.Ch.1024, cf. Fr.281a.33, ἔθνος δυσαρκτότατον App.BC 2.149, στρατόπεδα I.AI 4.11, cf. Plu.Luc.2, 2.779d.
German (Pape)
[Seite 676] schwer zu beherrschen; Aesch. Ch. 1020; im compar., Plut. Lucull. 2 u. öfter; superl., App. B. C. 2, 149.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à gouverner.
Étymologie: δυσ-, ἄρχω.
Russian (Dvoretsky)
δύσαρκτος: с трудом управляемый, непокорный, строптивый (φρένες Aesch.; ἀνὴρ εὐπραγίας ἐπιλαμβανόμενος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσαρκτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀρχόμενος, κυβερνώμενος, Αἰσχύλ. Χο. 1024, Πλούτ. Λουκούλλ. 2.
Greek Monolingual
δύσαρκτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα κυβερνιέται («φρένες δύσαρκτοι»).
Greek Monotonic
δύσαρκτος: -ον (ἄρχω), αυτός που δύσκολα κυβερνιέται, άρχεται, σε Αισχύλ., Πλάτ.