δυσπρόσμαχος: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à combattre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[προσμάχομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />difficile à combattre.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[προσμάχομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:00, 11 November 2022
English (LSJ)
ον, hard to attack, Plu.Tim.21.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de asaltar, inexpugnable de lugares, Plu.Tim.21.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zu bekämpfen, Plut. Timol. 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à combattre.
Étymologie: δυσ-, προσμάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
δυσπρόσμᾰχος: трудный для завоевания или взятия, недоступный (μέρη τῆς πόλεως Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσμᾰχος: -ον, δυσκόλως προσβαλλόμενος, Πλούτ. Τιμολ. 21.
Greek Monolingual
δυσπρόσμαχος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα πολεμάται.
Greek Monotonic
δυσπρόσμᾰχος: -ον (προσμάχομαι), αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, αυτός στον οποίο δύσκολα επιτίθεται κάποιος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δυσ-πρόσμᾰχος, ον προσμάχομαι
hard to attack, Plut.