συμπαιστής: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συμπαιστής -ου, ὁ [συμπαίζω] medespeler, speelkameraad.
|elnltext=συμπαιστής -ου, ὁ [συμπαίζω] [[medespeler]], [[speelkameraad]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:32, 18 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαιστής Medium diacritics: συμπαιστής Low diacritics: συμπαιστής Capitals: ΣΥΜΠΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sympaistḗs Transliteration B: sympaistēs Transliteration C: sympaistis Beta Code: sumpaisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, playmate, playfellow, Pl.Min.319e, Ael.NA14.28:—fem. συμπαίστρια, ἡ, Ar.Ra.413, Hld.2.24, 7.14.

German (Pape)

[Seite 984] ὁ, = συμπαίκτης; καὶ συμπότης τοῦ Διός, Plat. Minos 319 e; Ael. H. A. 14, 28.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compagnon de jeux.
Étymologie: συμπαίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπαιστής -ου, ὁ [συμπαίζω] medespeler, speelkameraad.

Russian (Dvoretsky)

συμπαιστής: οῦ ὁ Plat. = συμπαίκτωρ.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. συμπαίστρια, Α συμπαίζω
συμπαίκτης.

Greek Monotonic

συμπαιστής: -οῦ, ὁ, συμπαίκτης, σύντροφος στο παιχνίδι, σε Πλάτ.· θηλ. συμπαίστρια, , σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαιστής: -οῦ, ὁ, συμπαίκτης, συμπαίκτωρ, Πλάτ. Μίνως 319Ε, Αἰλ. π. Ζ. 14. 28.

Middle Liddell

συμπαιστής, οῦ, ὁ,
a playmate, playfellow, Plat.:— fem. συμπαίστρια, ἡ, Ar.