ᾖσαν: Difference between revisions

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ᾖσαν:'''<b class="num">I.</b> Αττ. αντί [[ᾔδεσαν]], γʹ πληθ. υπερσ. του [[οἶδα]].<br /><b class="num">II.</b> αντί [[ἤϊσαν]], γʹ πληθ. παρατ. του [[εἶμι]] (Λατ. [[ibo]]).
|lsmtext='''ᾖσαν:'''<b class="num">I.</b> Αττ. αντί [[ᾔδεσαν]], γʹ πληθ. υπερσ. του [[οἶδα]].<br /><b class="num">II.</b> αντί [[ἤϊσαν]], γʹ πληθ. παρατ. του [[εἶμι]] (Λατ. [[ibo]]).
}}
{{pape
|ptext=s. [[οἶδα]] und [[εἶμι]].
}}
}}

Revision as of 16:30, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾖσαν Medium diacritics: ᾖσαν Low diacritics: ήσαν Capitals: ΗΣΑΝ
Transliteration A: ē̂isan Transliteration B: ēsan Transliteration C: isan Beta Code: h)=|san

English (LSJ)

Attic for ᾔδεσαν, 3 pl. plpf. (used as impf.) of οἶδα.
II. Attic for ἤϊσαν, 3 pl. impf. of εἶμι (ibo).

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. de εἶμι, aller;
3ᵉ pl. ao. de ᾄδω;
3ᵉ pl. pqp. de *εἴδω.

Russian (Dvoretsky)

ᾖσαν: II 3 л. pl. aor. к ᾄδω.
III 3 л. pl. ppf. к *εἴδω.

Greek (Liddell-Scott)

ᾖσαν: Ἀττ. ἀντὶ ᾔδεσαν, γ΄ πληθ. ὑπερσ. (ἐν χρήσει ὡς παρατ.) τοῦ οἶδα, Αἰσχύλ. Πρ. 451, Εὐρ. Κύκλ. 231. ΙΙ. ἀντὶ ἤισαν, γ΄ πληθ. παρατ. τοῦ εἶμι (ibo), σπάν. καὶ μόνον ποιητ. ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπῇσαν Ὀδ. Τ. 445· εἰσῇσαν Ἀγαθ. ἐν τῷ Ε. Μ.· μετῇσαν Ἀριστοφ. Ἱππ. 605.

Greek Monotonic

ᾖσαν:I. Αττ. αντί ᾔδεσαν, γʹ πληθ. υπερσ. του οἶδα.
II. αντί ἤϊσαν, γʹ πληθ. παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).

German (Pape)

s. οἶδα und εἶμι.