λοπάω: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
m (Text replacement - "fig-tree" to "fig tree")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοπάω''': ([[λοπός]]), [[ἀποβάλλω]] τὸν φλοιόν, λεπίζομαι, ξεφλουδίζομαι, ἐπὶ δένδρων ὧν ὁ φλοιὸς γίνεται εὐπεριέραιτος κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ χυμοῦ κατὰ τὸ ἔαρ, Λατ. corticem remittere, vertere, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 5, 1., 5. 1, 1, κτλ. ΙΙ. «τῇ δὲ συκῇ καὶ νόσημά τι συμβαίνει περὶ τὰς ῥίζας καὶ μικρὸν [[ἐπάνω]], ὃ καλοῦσι λοπᾶν· τοῦτο δὲ [[οἷον]] μύδησίς τίς ἐστι τῶν ῥιζῶν διὰ τὴν πολυϋδρίαν», ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 9.
|lstext='''λοπάω''': ([[λοπός]]), [[ἀποβάλλω]] τὸν φλοιόν, λεπίζομαι, ξεφλουδίζομαι, ἐπὶ δένδρων ὧν ὁ φλοιὸς γίνεται εὐπεριέραιτος κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ χυμοῦ κατὰ τὸ ἔαρ, Λατ. corticem remittere, vertere, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 5, 1., 5. 1, 1, κτλ. ΙΙ. «τῇ δὲ συκῇ καὶ νόσημά τι συμβαίνει περὶ τὰς ῥίζας καὶ μικρὸν [[ἐπάνω]], ὃ καλοῦσι λοπᾶν· τοῦτο δὲ [[οἷον]] μύδησίς τίς ἐστι τῶν ῥιζῶν διὰ τὴν πολυϋδρίαν», ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 9.
}}
{{pape
|ptext=([[λοπός]]), <i>die [[Rinde]], [[Schale]] [[loslassen]]</i>, von den Bäumen, [[welche]] sich im Frühjahre bei dem [[Wiedereintreten]] des Saftes [[schälen]] [[lassen]], Theophr., bei dem es aber auch eine [[Krankheit]] der [[Bäume]], bes. des Ölbaumes und des Feigenbaumes ist, durch ein Faulen der [[Wurzeln]] veranlaßt.
}}
}}

Revision as of 16:33, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοπάω Medium diacritics: λοπάω Low diacritics: λοπάω Capitals: ΛΟΠΑΩ
Transliteration A: lopáō Transliteration B: lopaō Transliteration C: lopao Beta Code: lopa/w

English (LSJ)

(λοπός) A let the bark peel off, of trees which lose their bark on the return of the sap in spring, Thphr.HP3.5.1, 5.1.1, etc. II of fig trees, rot at the root, Id.CP5.9.9.

Greek (Liddell-Scott)

λοπάω: (λοπός), ἀποβάλλω τὸν φλοιόν, λεπίζομαι, ξεφλουδίζομαι, ἐπὶ δένδρων ὧν ὁ φλοιὸς γίνεται εὐπεριέραιτος κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ χυμοῦ κατὰ τὸ ἔαρ, Λατ. corticem remittere, vertere, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 5, 1., 5. 1, 1, κτλ. ΙΙ. «τῇ δὲ συκῇ καὶ νόσημά τι συμβαίνει περὶ τὰς ῥίζας καὶ μικρὸν ἐπάνω, ὃ καλοῦσι λοπᾶν· τοῦτο δὲ οἷον μύδησίς τίς ἐστι τῶν ῥιζῶν διὰ τὴν πολυϋδρίαν», ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 9.

German (Pape)

(λοπός), die Rinde, Schale loslassen, von den Bäumen, welche sich im Frühjahre bei dem Wiedereintreten des Saftes schälen lassen, Theophr., bei dem es aber auch eine Krankheit der Bäume, bes. des Ölbaumes und des Feigenbaumes ist, durch ein Faulen der Wurzeln veranlaßt.