λαγγών: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαγγών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[έμπορος]], [[πραματευτής]], [[μεταπράτης]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὁ εὐθὺς λανθάνων τοῦ ἀγῶνος καὶ φόβου».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαγγ</i>- ([[πρβλ]]. [[λαγγάζω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ών</i> ([[πρβλ]]. <i>φαγ</i>-<i>ών</i>)].
|mltxt=[[λαγγών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[έμπορος]], [[πραματευτής]], [[μεταπράτης]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὁ εὐθὺς λανθάνων τοῦ ἀγῶνος καὶ φόβου».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαγγ</i>- ([[πρβλ]]. [[λαγγάζω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ών</i> ([[πρβλ]]. <i>φαγ</i>-<i>ών</i>)].
}}
{{pape
|ptext=ῶνος, ὁ, <i>[[Zaudern]]</i>, Philox. [[gloss]].
}}
}}

Revision as of 16:34, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαγγών Medium diacritics: λαγγών Low diacritics: λαγγών Capitals: ΛΑΓΓΩΝ
Transliteration A: langṓn Transliteration B: langōn Transliteration C: laggon Beta Code: laggw/n

English (LSJ)

ὁ εὐθὺς λανθάνων τοῦ ἀγῶνος καὶ φόβου, EM554.15. II trader, merchant, Cyr.

Greek Monolingual

λαγγών, -ῶνος, ὁ (Α)
1. έμπορος, πραματευτής, μεταπράτης
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὁ εὐθὺς λανθάνων τοῦ ἀγῶνος καὶ φόβου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγγ- (πρβλ. λαγγάζω) + κατάλ. -ών (πρβλ. φαγ-ών)].

German (Pape)

ῶνος, ὁ, Zaudern, Philox. gloss.