κιρρίς: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κιρρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[κιρρός]]<br /><b>1.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού, αλλ. [[κηρίς]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν)<br />α) [[είδος]] γερακιού<br />β) (στους Λάκωνες) [[λύχνος]].
|mltxt=[[κιρρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[κιρρός]]<br /><b>1.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού, αλλ. [[κηρίς]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν)<br />α) [[είδος]] γερακιού<br />β) (στους Λάκωνες) [[λύχνος]].
}}
{{pape
|ptext=ίδος, ἡ, <i>ein [[Fisch]]</i>; nom. κίρρις Opp. <i>Hal</i>. 1.129; accus. κιρρίδα 3.187; vgl. <i>EM</i>. 515.12, wo es auch [[Habicht]] (vgl. [[κεῖρις]]) und lak. [[λύχνος]] [[erklärt]] wird.
}}
}}

Revision as of 16:36, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιρρίς Medium diacritics: κιρρίς Low diacritics: κιρρίς Capitals: ΚΙΡΡΙΣ
Transliteration A: kirrís Transliteration B: kirris Transliteration C: kirris Beta Code: kirri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, a A sea-fish, = κηρίς, prob. a species of wrasse, Opp. H.1.129, 3.187. 2 species of ἱέραξ, EM515.15. 3 = λύχνος (Lacon.), ib.17. 4 = Ἄδωνις (Cypr.), ib.16. (Hsch. has κίρις in senses 2-4.)

Greek (Liddell-Scott)

κιρρίς: -ίδος, ἡ, θαλάσσιός τις ἰχθύς, ἀλλαχοῦ κηρίς, Ὁππ. Ἀλ. 1. 129., 3. 187.

Greek Monolingual

κιρρίς, -ίδος, ἡ (Α) κιρρός
1. είδος θαλάσσιου ψαριού, αλλ. κηρίς
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν)
α) είδος γερακιού
β) (στους Λάκωνες) λύχνος.

German (Pape)

ίδος, ἡ, ein Fisch; nom. κίρρις Opp. Hal. 1.129; accus. κιρρίδα 3.187; vgl. EM. 515.12, wo es auch Habicht (vgl. κεῖρις) und lak. λύχνος erklärt wird.