αὐότης: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐότης]] και (αττ. τ. αὑότης, η (Α) [[αύος]]<br />[[ξηρότητα]], [[ξηρασία]].
|mltxt=[[αὐότης]] και (αττ. τ. αὑότης, η (Α) [[αύος]]<br />[[ξηρότητα]], [[ξηρασία]].
}}
{{pape
|ptext=ητος, <i>die [[Trockenheit]]</i>.
}}
}}

Revision as of 16:36, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐότης Medium diacritics: αὐότης Low diacritics: αυότης Capitals: ΑΥΟΤΗΣ
Transliteration A: auótēs Transliteration B: auotēs Transliteration C: avotis Beta Code: au)o/ths

English (LSJ)

Att. αὑότης, ητος, ἡ, dryness, Arist.HA518a11.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
desecación οὐχ αὐ. ἐστὶν ἡ πολιότης Arist.HA 518a11.

Russian (Dvoretsky)

αὐότης: атт. αὑότης, ητος ἡ сухость Arst.

Greek (Liddell-Scott)

αὐότης: Ἀττ. αὐότης, ητος, ἡ, ξηρότης, ξηρασία, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 5.

Greek Monolingual

αὐότης και (αττ. τ. αὑότης, η (Α) αύος
ξηρότητα, ξηρασία.

German (Pape)

ητος, die Trockenheit.