θυμηδία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[θυμηδία]] και Α ιων. τ. θυμηδίη) [[θυμηδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάθεση]] για ειρωνικό [[γέλιο]], [[φαιδρότητα]] που ενέχει ειρωνία («με αυτά που είπες προκάλεσες τη [[θυμηδία]] τών ακροατών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ψυχική [[ηδονή]], [[χαρά]], [[ευχαρίστηση]] της ψυχής<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ θυμηδίαι</i><br />ευχάριστες συναναστροφές. | |mltxt=η (ΑΜ [[θυμηδία]] και Α ιων. τ. θυμηδίη) [[θυμηδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάθεση]] για ειρωνικό [[γέλιο]], [[φαιδρότητα]] που ενέχει ειρωνία («με αυτά που είπες προκάλεσες τη [[θυμηδία]] τών ακροατών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ψυχική [[ηδονή]], [[χαρά]], [[ευχαρίστηση]] της ψυχής<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ θυμηδίαι</i><br />ευχάριστες συναναστροφές. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Herzerfreuung]]</i>, Eupol. bei Ath. VII.286b und Sp., wie Plut.; καὶ εὐφροσύναι Luc. <i>Abdic</i>. 5. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:38, 24 November 2022
English (LSJ)
Ionic θυμηδίη, ἡ, gladness of heart, rejoicing, Eup. 161, Call. Fr. 2 P., Plu. 2.713d, Aret. SD 1.5, Chor. in Rev.Phil. 1.225; pl., Ph. 2.548, Luc. Abd. 5, DC. 47.1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
joie, satisfaction.
Étymologie: θυμηδής.
Russian (Dvoretsky)
θῡμηδία: ἡ удовольствие, радость (εὐφροσύνη καὶ θ. Plut.; θυμηδίαι καὶ εὐφροσύναι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
θῡμηδία: ἡ, χαρὰ τῆς καρδίας, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 5, Πλούτ. 2. 713D, κτλ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ θυμηδία και Α ιων. τ. θυμηδίη) θυμηδής
νεοελλ.
διάθεση για ειρωνικό γέλιο, φαιδρότητα που ενέχει ειρωνία («με αυτά που είπες προκάλεσες τη θυμηδία τών ακροατών»)
αρχ.
1. ψυχική ηδονή, χαρά, ευχαρίστηση της ψυχής
2. στον πληθ. αἱ θυμηδίαι
ευχάριστες συναναστροφές.
German (Pape)
ἡ, Herzerfreuung, Eupol. bei Ath. VII.286b und Sp., wie Plut.; καὶ εὐφροσύναι Luc. Abdic. 5.