αἱμάλωψ: Difference between revisions
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἱμάλωψ''': -ωπος, ὁ, ([[αἱμαλέος]]) [[μᾶζα]] αἵματος: [[μέρος]] τοῦ σώματος ἔχον πεπηγὸς [[αἷμα]], Ἱππ. 207C., 240. 11, κτλ. ΙΙ ὡς ἐπίθ., ὁ φαινόμενος ὡς πεπηγὸς [[αἷμα]], [[χυμός]], Ἀρεταῖος Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1. | |lstext='''αἱμάλωψ''': -ωπος, ὁ, ([[αἱμαλέος]]) [[μᾶζα]] αἵματος: [[μέρος]] τοῦ σώματος ἔχον πεπηγὸς [[αἷμα]], Ἱππ. 207C., 240. 11, κτλ. ΙΙ ὡς ἐπίθ., ὁ φαινόμενος ὡς πεπηγὸς [[αἷμα]], [[χυμός]], Ἀρεταῖος Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Blutgeschwür]], [[Blutstriemen]]</i>, Medic. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:38, 24 November 2022
English (LSJ)
ωπος, ὁ,
A mass of blood: bloodshot place, Hp.Coac.542, Nat.Puer.13, POxy.1088i3 (i A. D.); blood clot, Aret.SA2.9.
II as adjective, looking like clotted blood, χυμός Id.SD2.1.
Spanish (DGE)
-ωπος
medic.
I que tiene sangre oscura, del tipo de la sangre coagulada χυμός Aret.SD 2.1.3.
II subst. ὁ αἱμάλωψ
1 sent. patológico sangre negra y coagulada, coágulo Hp.Coac.542, Aret.SA 2.2.9, SD 1.13.4, CA 2.9.1, plu. Hp.Nat.Puer.13, Paul.Aeg.3.45.
2 simpl. sangre ἕλκειν ... τοῦ αἱμάλωπος τὸ πιότατον Hp.Nat.Puer.19.
3 como afección derrame sanguíneo ocular, Archig. en Gal.12.796, 797, Gal.12.819, cf. plu. en una receta, medic. en POxy.1088.3 (I d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμάλωψ: -ωπος, ὁ, (αἱμαλέος) μᾶζα αἵματος: μέρος τοῦ σώματος ἔχον πεπηγὸς αἷμα, Ἱππ. 207C., 240. 11, κτλ. ΙΙ ὡς ἐπίθ., ὁ φαινόμενος ὡς πεπηγὸς αἷμα, χυμός, Ἀρεταῖος Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1.
German (Pape)
ὁ, Blutgeschwür, Blutstriemen, Medic.