γαπετής: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(nl)
m (pape replacement)
Line 10: Line 10:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=γᾱπετής -ές [γῆ, [[πίπτω]] Dor., ter aarde gevallen.
|elnltext=γᾱπετής -ές [γῆ, [[πίπτω]] Dor., ter aarde gevallen.
}}
{{pape
|ptext=[γᾱ], dor. = [[γηπετής]].
}}
}}

Revision as of 16:38, 24 November 2022

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tombé à terre.
Étymologie: γῆ, πίπτω.

Spanish (DGE)

-ές
caído en tierra ὀδόντες de los dientes del dragón de Tebas, E.Ph.668.

Greek Monolingual

γαπετής, -ές (δωρ. τ.) (Α)
αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + -πετής < πίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γᾱπετής -ές [γῆ, πίπτω Dor., ter aarde gevallen.

German (Pape)

[γᾱ], dor. = γηπετής.