αἴθυγμα: Difference between revisions
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
mNo edit summary |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αἴθυγμα:''' ατος τό [[мерцание]], [[проблеск]] (τῆς προγονικῆς δόξης Polyb.): ἀμαυρὸν αἴ. καὶ δυσθέατον Plut. чуть заметный проблеск. | |elrutext='''αἴθυγμα:''' ατος τό [[мерцание]], [[проблеск]] (τῆς προγονικῆς δόξης Polyb.): ἀμαυρὸν αἴ. καὶ δυσθέατον Plut. чуть заметный проблеск. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό ([[αἰθύσσω]]), <i>[[Schimmer]], [[Funke]]</i>, z.B. τῆς προγονικῆς δόξης Polyb. 20.5.4; εὐνοίας 4.35.7; ἀμαυρὸν, schwache <i>Spur</i>, Plut. <i>Soll. an</i>. 10. Bei <i>VLL</i> auch <i>das [[Anfachen]] des Feuers</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:39, 24 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (αἰθύσσω) gleam, glamour, ὅπλων Onos.28 (pl.); πυρός D.Chr.80.5, cf. Plu.2.966b: metaph., spark, αἴ. εὐνοίας, δόξης, Plb.4.35.7 (pl.), 20.5.4; μήτ' ἴχνος μήτ' αἴ. Phld.Sign.29; μηδενὸς εἰς τοὐναντίον μηδ' ἕως αἰθύγματος ἀνθέλκοντος ib. 18.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
chispa, destello τὰ τῶν ὅπλων αἰθύγματα Onas.28, μικρὸν αἴ. πυρός D.Chr.80.5
•fig. ἔστι ταύτης (τῆς ψυχῆς) πάθη ἐκ μικρῶν αἰθυγμάτων ἐγειρόμενα Porph.Ep.Aneb.2.4
•esp. c. el sent. de huella, indicio ἐγκαταλείπουσί τινα ... τῆς πρὸς αὑτοὺς εὐνοίας αἰθύγματα Plb.4.35.7, cf. 20.5.4, μήτ' ἴχνος μήτ' αἴ. πρὸς τοὐναντίον ni huella ni indicio de lo contrario Phld.Sign.29.3, cf. 18.30, τούτων ... τι παντελῶς ἀμαυρὸν αἴ. Plu.2.966b, λόγου μὲν καὶ φρονήσεως μικρά τινα ... αἰθύγματα Iambl.Protr.5.
• Etimología: Cf. αἴθω.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
lueur, rayonnement (de gloire, etc.).
Étymologie: αἴθω.
Greek (Liddell-Scott)
αἴθυγμα: -ατος, τό, (αἰθύσσω) = σπινθήρ: μεταφ., αἴθ. εὐνοίας, δόξης, Πολύβ. 4. 35, 7., 20. 5, 4, πρβλ. Πλουτ. 2. 966, 21.
Russian (Dvoretsky)
αἴθυγμα: ατος τό мерцание, проблеск (τῆς προγονικῆς δόξης Polyb.): ἀμαυρὸν αἴ. καὶ δυσθέατον Plut. чуть заметный проблеск.
German (Pape)
τό (αἰθύσσω), Schimmer, Funke, z.B. τῆς προγονικῆς δόξης Polyb. 20.5.4; εὐνοίας 4.35.7; ἀμαυρὸν, schwache Spur, Plut. Soll. an. 10. Bei VLL auch das Anfachen des Feuers.