ἀργόθριξ: Difference between revisions
From LSJ
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀργόθριξ]] (-τριχος) ο, η (Α)<br />αυτός που έχει άσπρες [[τρίχες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αργός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]] <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]] (<i>τριχός</i>) ([[μελάνθριξ]], [[καλλίθριξ]] <b>κ.ά.</b>)]. | |mltxt=[[ἀργόθριξ]] (-τριχος) ο, η (Α)<br />αυτός που έχει άσπρες [[τρίχες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αργός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]] <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]] (<i>τριχός</i>) ([[μελάνθριξ]], [[καλλίθριξ]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τριχος, <i>mit weißem Haar</i>, Archimed. <i>[[probl]]</i>. 600. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:43, 24 November 2022
English (LSJ)
τρῐχος, ὁ, ἡ, τό, white-haired, Archim.Bov.9.
Spanish (DGE)
-τριχος de pelo blanco ταῦροι Archim.Bou.169.13, 171.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργόθριξ: γεν. τρῐχος, ὁ, ἡ, τό, ὁ λευκόθριξ, Ἀρχιμήδ. Πρβλ. βοεικ. 9.
Greek Monolingual
ἀργόθριξ (-τριχος) ο, η (Α)
αυτός που έχει άσπρες τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (Ι) + -θριξ < θρίξ (τριχός) (μελάνθριξ, καλλίθριξ κ.ά.)].
German (Pape)
τριχος, mit weißem Haar, Archimed. probl. 600.