νοτισμός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[νοτισμός]]) [[νοτίζω]]<br />[[νότισμα]], ύγρανση<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εμπότιση]] αντικειμένων σε [[νερό]] ή σε [[άλλο]] [[υγρό]], [[διαβροχή]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[νοτισμός]]) [[νοτίζω]]<br />[[νότισμα]], ύγρανση<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εμπότιση]] αντικειμένων σε [[νερό]] ή σε [[άλλο]] [[υγρό]], [[διαβροχή]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Anfeuchtung]]</i>, Phot. cod. 242. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:43, 24 November 2022
English (LSJ)
ὁ, A wetting, Dam.Isid.92. II moisture, Sor.1.118.
Greek (Liddell-Scott)
νοτισμός: ὁ, ὑγρότης, οἵα ἡ τῶν δακρύων, Φωτ. Βιβλ. 342. 11.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νοτισμός) νοτίζω
νότισμα, ύγρανση
μσν.-αρχ.
εμπότιση αντικειμένων σε νερό ή σε άλλο υγρό, διαβροχή.
German (Pape)
ὁ, Anfeuchtung, Phot. cod. 242.