γλισχρία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γλισχρία''': ἡ, = [[γλισχρότης]], φειδωλότης, [[μικρολογία]], Σχολ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 193, [[ὅστις]] ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τοῦ [[ἀτυχία]]. | |lstext='''γλισχρία''': ἡ, = [[γλισχρότης]], φειδωλότης, [[μικρολογία]], Σχολ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 193, [[ὅστις]] ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τοῦ [[ἀτυχία]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, = [[γλισχρότης]], <i>Schol. Ar. Pax</i> 193. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:43, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, = γλισχρότης, stinginess, Sch.Ar.Pax193 (but expld. by ἀτυχία).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ avaricia, mezquindad Sch.Ar.Pax 193.
Greek (Liddell-Scott)
γλισχρία: ἡ, = γλισχρότης, φειδωλότης, μικρολογία, Σχολ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 193, ὅστις ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τοῦ ἀτυχία.
German (Pape)
ἡ, = γλισχρότης, Schol. Ar. Pax 193.