συνομνύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")
m (pape replacement)
 
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και συνόμνυμί και αττ. τ. ξυνομνύω και ξυνόμνυμι Α<br />(στη νεοελλ. μόνον στον αόρ.) [[συνωμοτώ]] («πάντων Πελοποννησίων συνομοσαντων ἐπὶ σοί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ορκίζομαι [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> [[υπόσχομαι]] [[κάτι]] παίρνοντας όρκο («ξυνώμοσαν μὲν θάνατον ἀθλίῳ πατρί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συνέρχομαι]] σε σύνδεσμο ή [[συμμαχία]]<br /><b>4.</b> [[συνομολογώ]] [[συμμαχία]] («ὅσοι μετασχόντες τῶν [[τότε]] κινδύνων, ὑμῖν τε ξυνώμοσαν», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄμνυμι]]/ [[ὀμνύω]] «ορκίζομαι»].
|mltxt=ΝΑ, και συνόμνυμί και αττ. τ. ξυνομνύω και ξυνόμνυμι Α<br />(στη νεοελλ. μόνον στον αόρ.) [[συνωμοτώ]] («πάντων Πελοποννησίων συνομοσαντων ἐπὶ σοί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ορκίζομαι [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> [[υπόσχομαι]] [[κάτι]] παίρνοντας όρκο («ξυνώμοσαν μὲν θάνατον ἀθλίῳ πατρί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συνέρχομαι]] σε σύνδεσμο ή [[συμμαχία]]<br /><b>4.</b> [[συνομολογώ]] [[συμμαχία]] («ὅσοι μετασχόντες τῶν [[τότε]] κινδύνων, ὑμῖν τε ξυνώμοσαν», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄμνυμι]]/ [[ὀμνύω]] «ορκίζομαι»].
}}
{{pape
|ptext== [[συνόμνυμι]].
}}
}}

Latest revision as of 16:44, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομνύω Medium diacritics: συνομνύω Low diacritics: συνομνύω Capitals: ΣΥΝΟΜΝΥΩ
Transliteration A: synomnýō Transliteration B: synomnyō Transliteration C: synomnyo Beta Code: sunomnu/w

English (LSJ)

v. συνόμνυμι.

Greek Monolingual

ΝΑ, και συνόμνυμί και αττ. τ. ξυνομνύω και ξυνόμνυμι Α
(στη νεοελλ. μόνον στον αόρ.) συνωμοτώ («πάντων Πελοποννησίων συνομοσαντων ἐπὶ σοί», Ηρόδ.)
αρχ.
1. ορκίζομαι μαζί με άλλον
2. υπόσχομαι κάτι παίρνοντας όρκο («ξυνώμοσαν μὲν θάνατον ἀθλίῳ πατρί», Αισχύλ.)
3. συνέρχομαι σε σύνδεσμο ή συμμαχία
4. συνομολογώ συμμαχία («ὅσοι μετασχόντες τῶν τότε κινδύνων, ὑμῖν τε ξυνώμοσαν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὄμνυμι/ ὀμνύω «ορκίζομαι»].

German (Pape)

συνόμνυμι.