συνομνύω
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
English (LSJ)
v. συνόμνυμι.
Greek Monolingual
ΝΑ, και συνόμνυμί και αττ. τ. ξυνομνύω και ξυνόμνυμι Α
(στη νεοελλ. μόνον στον αόρ.) συνωμοτώ («πάντων Πελοποννησίων συνομοσαντων ἐπὶ σοί», Ηρόδ.)
αρχ.
1. ορκίζομαι μαζί με άλλον
2. υπόσχομαι κάτι παίρνοντας όρκο («ξυνώμοσαν μὲν θάνατον ἀθλίῳ πατρί», Αισχύλ.)
3. συνέρχομαι σε σύνδεσμο ή συμμαχία
4. συνομολογώ συμμαχία («ὅσοι μετασχόντες τῶν τότε κινδύνων, ὑμῖν τε ξυνώμοσαν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὄμνυμι/ ὀμνύω «ορκίζομαι»].
German (Pape)
= συνόμνυμι.