χαμευνία: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[χαμευνῶ]]<br /><b>1.</b> το να κοιμάται [[κανείς]] [[καταγής]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ χαμευνίαι</i><br />στρώματα ύπνου τοποθετημένα [[καταγής]].
|mltxt=ἡ, Α [[χαμευνῶ]]<br /><b>1.</b> το να κοιμάται [[κανείς]] [[καταγής]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ χαμευνίαι</i><br />στρώματα ύπνου τοποθετημένα [[καταγής]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>das [[Liegen]] oder [[Schlafen]] auf der [[Erde]]</i>.
}}
}}

Revision as of 16:45, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαμευνία Medium diacritics: χαμευνία Low diacritics: χαμευνία Capitals: ΧΑΜΕΥΝΙΑ
Transliteration A: chameunía Transliteration B: chameunia Transliteration C: chamevnia Beta Code: xameuni/a

English (LSJ)

ἡ, A a lying on the ground, Ph.1.323 (pl.), Gal.17(2).642, Philostr.VA3.15, Gym.43. II pl., sleeping-mats, Poll.6.11.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμευνία: ἡ, τὸ χαμαὶ κοιμᾶσθαι, Φιλόστρ. 105, Πολυδ. Ϛ΄, 11.

Greek Monolingual

ἡ, Α χαμευνῶ
1. το να κοιμάται κανείς καταγής
2. στον πληθ. αἱ χαμευνίαι
στρώματα ύπνου τοποθετημένα καταγής.

German (Pape)

ἡ, das Liegen oder Schlafen auf der Erde.