παχύνους: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
m (LSJ2 replacement)
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ, [[παχύνοος]], -οον, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[παχύς]], [[νωθρός]] στο [[μυαλό]], όχι γρήγορος στην [[αντίληψη]], [[χοντροκέφαλος]], [[ανόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νόος]] [[νοῦς]]), <b>πρβλ.</b> <i>βραδύ</i>-[[νους]]].
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ, [[παχύνοος]], -οον, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[παχύς]], [[νωθρός]] στο [[μυαλό]], όχι γρήγορος στην [[αντίληψη]], [[χοντροκέφαλος]], [[ανόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νόος]] [[νοῦς]]), <b>πρβλ.</b> <i>βραδύ</i>-[[νους]]].
}}
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[παχύνοος]].
}}
}}

Revision as of 16:45, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παχύνους Medium diacritics: παχύνους Low diacritics: παχύνους Capitals: ΠΑΧΥΝΟΥΣ
Transliteration A: pachýnous Transliteration B: pachynous Transliteration C: pachynous Beta Code: paxu/nous

English (LSJ)

-ουν, contr. for παχύνοος.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ, παχύνοος, -οον, Α
αυτός που είναι παχύς, νωθρός στο μυαλό, όχι γρήγορος στην αντίληψη, χοντροκέφαλος, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -νους (< νόος νοῦς), πρβλ. βραδύ-νους].

German (Pape)

zusammengezogen aus παχύνοος.