τριπέδων: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, Μ<br />[[δούλος]] ή [[κακοποιός]] που του έχουν βάλει [[δεσμά]] [[τρεις]] ή και περισσότερες φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέδων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]»), [[πρβλ]]. [[ὀψιπέδων]]. | |mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, Μ<br />[[δούλος]] ή [[κακοποιός]] που του έχουν βάλει [[δεσμά]] [[τρεις]] ή και περισσότερες φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέδων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]»), [[πρβλ]]. [[ὀψιπέδων]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ωνος, ὁ, <i>ein böser [[Sklave]]</i>, der [[dreimal]], d.i. oft die [[Fesseln]] [[getragen]] hat, Eust. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 24 November 2022
English (LSJ)
ωνος, ὁ, ἡ, (πέδη) a slave who has been often in fetters, Ar.Byz. ap. Hdn.Epim.289, Eust.725.30, 1542.49.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπέδων: -ωνος, ὁ, ἡ, (πέδη) δοῦλος τρὶς δεσμευθείς, ἢ κάλλιον «ὁ πολλάκις πεδηθεὶς κακοῦργος δοῦλος», Λατιν. trifuncifer, Εὐστάθ. 1542. 49, ἴδε Bgk. ἐν Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2, σελ. 974.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Μ
δούλος ή κακοποιός που του έχουν βάλει δεσμά τρεις ή και περισσότερες φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πέδων (< πέδη «δεσμός»), πρβλ. ὀψιπέδων.
German (Pape)
ωνος, ὁ, ein böser Sklave, der dreimal, d.i. oft die Fesseln getragen hat, Eust.