μάργηλις: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μάργηλις]], -εως και μαργηλίς, -[[ίδος]], ἡ (Α) [[μαργαρίτης]], [[μαργαριτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[μαργέλλιον]]]. | |mltxt=[[μάργηλις]], -εως και μαργηλίς, -[[ίδος]], ἡ (Α) [[μαργαρίτης]], [[μαργαριτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[μαργέλλιον]]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ιδος, ἡ, <i>die [[Perle]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:46, 24 November 2022
English (LSJ)
εως or ιδος, ἡ, pearl, Philostr.Im.1.6.
Greek (Liddell-Scott)
μάργηλις: -εως, ἢ μαργηλίς, ίδος, ἡ, μαργαρίτης, Φιλόστρ. 700· - πρβλ. μαργέλλια.
Greek Monolingual
μάργηλις, -εως και μαργηλίς, -ίδος, ἡ (Α) μαργαρίτης, μαργαριτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το μαργέλλιον].
German (Pape)
ιδος, ἡ, die Perle, Sp.