μάργηλις: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μάργηλις]], -εως και μαργηλίς, -[[ίδος]], ἡ (Α) [[μαργαρίτης]], [[μαργαριτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[μαργέλλιον]]].
|mltxt=[[μάργηλις]], -εως και μαργηλίς, -[[ίδος]], ἡ (Α) [[μαργαρίτης]], [[μαργαριτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[μαργέλλιον]]].
}}
{{pape
|ptext=ιδος, ἡ, <i>die [[Perle]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:46, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάργηλις Medium diacritics: μάργηλις Low diacritics: μάργηλις Capitals: ΜΑΡΓΗΛΙΣ
Transliteration A: márgēlis Transliteration B: margēlis Transliteration C: margilis Beta Code: ma/rghlis

English (LSJ)

εως or ιδος, ἡ, pearl, Philostr.Im.1.6.

Greek (Liddell-Scott)

μάργηλις: -εως, ἢ μαργηλίς, ίδος, ἡ, μαργαρίτης, Φιλόστρ. 700· - πρβλ. μαργέλλια.

Greek Monolingual

μάργηλις, -εως και μαργηλίς, -ίδος, ἡ (Α) μαργαρίτης, μαργαριτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το μαργέλλιον].

German (Pape)

ιδος, ἡ, die Perle, Sp.