ἀκέρατος: Difference between revisions
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκέρατος]], -ον) [[κέρας]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει κέρατα (για ζώα) ή δεν έχει κεραίες (για έντομα). | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκέρατος]], -ον) [[κέρας]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει κέρατα (για ζώα) ή δεν έχει κεραίες (για έντομα). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[κέρας]]), <i>[[ungehörnt]]</i>, Plat. <i>Polit</i>. 265c; Arist. <i>H.A</i>. 8.28. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:46, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, (κέρας) without horns, Pl.Plt.265c sq., Arist.HA 501a14, al.
Spanish (DGE)
-ον
sin cuernos Pl.Plt.265c, ἀγέλη Arist.HA 501a14, βοῦς Cat. en Par.Pal.21.
Russian (Dvoretsky)
ἀκέρατος: безрогий (τὸ μέρος τῆς ἀγέλης Plat.; κάμηλος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέρᾱτος: -ον, (κέρας) ὁ ἄνευ κεράτων, Πλάτ. Πολιτικ. 265C, κἑξ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 51, καὶ ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκέρατος, -ον) κέρας
1. αυτός που δεν έχει κέρατα (για ζώα) ή δεν έχει κεραίες (για έντομα).