συνετίζω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[συνετός]]<br />[[κάνω]] συνετό κάποιον, [[εμπνέω]] [[σύνεση]], [[σωφρονίζω]] (α. «[[δυστυχώς]], [[κανείς]] δεν μπόρεσε να τον συνετίσει, έκανε [[πάντα]] το δικό του» β. «συνέτισόν με καὶ μαθήσομαι τὰς έντολάς Σου», ΠΔ). | |mltxt=ΝΜΑ [[συνετός]]<br />[[κάνω]] συνετό κάποιον, [[εμπνέω]] [[σύνεση]], [[σωφρονίζω]] (α. «[[δυστυχώς]], [[κανείς]] δεν μπόρεσε να τον συνετίσει, έκανε [[πάντα]] το δικό του» β. «συνέτισόν με καὶ μαθήσομαι τὰς έντολάς Σου», ΠΔ). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[verständig]] [[machen]], [[verständigen]], [[LXX]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:46, 24 November 2022
English (LSJ)
cause to understand, LXX Ps.118(119).27,34, Ne.8.7.
Greek (Liddell-Scott)
συνετίζω: ποιῶ τινα συνετόν, κάμνω τινὰ νὰ ἐννοήσῃ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΙΗ΄ 27, 34, κτλ.), Ἐκκλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 103, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 196.
Greek Monolingual
ΝΜΑ συνετός
κάνω συνετό κάποιον, εμπνέω σύνεση, σωφρονίζω (α. «δυστυχώς, κανείς δεν μπόρεσε να τον συνετίσει, έκανε πάντα το δικό του» β. «συνέτισόν με καὶ μαθήσομαι τὰς έντολάς Σου», ΠΔ).