ὑψίγυιος: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
m (Text replacement - "d’u" to "d'u") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑψί-γυιος, ον,<br />with [[high]] limbs, [[high]]-stemmed, Pind. | |mdlsjtxt=ὑψί-γυιος, ον,<br />with [[high]] limbs, [[high]]-stemmed, Pind. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit hohen Gliedern, [[hochgewachsen]]</i>, [[ἄλσος]] Pind. <i>Ol</i>. 5.13. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:47, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, high-stemmed, ἄλσος Pi.O.5.13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les membres se dressent, aux membres élevés (ép. d'une forêt).
Étymologie: ὕψι, γυῖον.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίγυιος: высокоствольный (ἄλσος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίγυιος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰ γυῖα, δηλ. ὑψηλοὺς κορμοὺς καὶ κλάδους δένδρων, ὑψίγυιον ἄλσος Πινδ. Ο. 5. 30.
English (Slater)
ὑψῐγυιος high timbered κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος (O. 5.13)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για άλσος) αυτός που έχει ψηλούς κορμούς και κλαδιά δένδρων («κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -γυιος (< γυῖον «μέλος»), πρβλ. εὔ-γυιος].
Greek Monotonic
ὑψίγυιος: -ον, αυτός που έχει υψηλά χοντρά κλαδιά, αυτός που έχει ψηλό κορμό, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὑψί-γυιος, ον,
with high limbs, high-stemmed, Pind.
German (Pape)
mit hohen Gliedern, hochgewachsen, ἄλσος Pind. Ol. 5.13.