οἰνόγαλα: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[οἰνόγαλα]], -ακτος) [[ποτό]] που αποτελείται από οίνο και [[γάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γάλα]] που έχει υποστεί οινοπνευματική [[ζύμωση]].
|mltxt=το (Α [[οἰνόγαλα]], -ακτος) [[ποτό]] που αποτελείται από οίνο και [[γάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γάλα]] που έχει υποστεί οινοπνευματική [[ζύμωση]].
}}
{{pape
|ptext=ακτος, τό, <i>[[Weinmilch]]</i>, Hippocr.
}}
}}

Revision as of 16:48, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνόγᾰλα Medium diacritics: οἰνόγαλα Low diacritics: οινόγαλα Capitals: ΟΙΝΟΓΑΛΑ
Transliteration A: oinógala Transliteration B: oinogala Transliteration C: oinogala Beta Code: oi)no/gala

English (LSJ)

ακτος, τό, milk mixed with wine, Hp.Mul.1.80 (v.l. ὀνείῳ γάλακτι), Epid.7.82.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόγᾰλα: ακτος, τό, γάλα μεμιγμένον μετ’ οἴνου, Ἱππ. 629. 51, 123Β· ὁ Cornarius ὄνου γάλα.

Greek Monolingual

το (Α οἰνόγαλα, -ακτος) ποτό που αποτελείται από οίνο και γάλα
νεοελλ.
γάλα που έχει υποστεί οινοπνευματική ζύμωση.

German (Pape)

ακτος, τό, Weinmilch, Hippocr.