χαμαιάκτη: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[λόγια]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] του φυτού Sambucus nigra του γένους [[σαμπούκος]], κν. γνωστού ως [[κουφοξυλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀκτέα]] / [[ἀκτῆ]] «[[είδος]] φυτού»].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[λόγια]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] του φυτού Sambucus nigra του γένους [[σαμπούκος]], κν. γνωστού ως [[κουφοξυλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀκτέα]] / [[ἀκτῆ]] «[[είδος]] φυτού»].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>die [[niedrig]] an der [[Erde]] hin wachsende [[ἀκτῆ]], krautartiger Feldhollunder</i>, Diosc.; <i>sambucus ebulus</i> Linn.
}}
}}

Revision as of 16:50, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιάκτη Medium diacritics: χαμαιάκτη Low diacritics: χαμαιάκτη Capitals: ΧΑΜΑΙΑΚΤΗ
Transliteration A: chamaiáktē Transliteration B: chamaiaktē Transliteration C: chamaiakti Beta Code: xamaia/kth

English (LSJ)

ἡ, elder, Sambucus Ebulus, Ps.-Dsc.4.173, Plin. HN24.51.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιάκτη: ἡ, ἡ κατὰ γῆς ἀναπτυσσομένη ἀκτέα, κουφοξυλέα, Sambucus ebulus, «αὕτη χαμαιπετὴς οὖσα, ἐλάσσων ἐστὶ καὶ βοτανωδεστέρα, καυλὸν ἔχουσα τετράγωνον καὶ πολυγόνατον...» Διοσκ. 4. 172 (175). - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ, 554.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
λόγια, σήμερα, ονομασία του φυτού Sambucus nigra του γένους σαμπούκος, κν. γνωστού ως κουφοξυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + ἀκτέα / ἀκτῆ «είδος φυτού»].

German (Pape)

ἡ, die niedrig an der Erde hin wachsende ἀκτῆ, krautartiger Feldhollunder, Diosc.; sambucus ebulus Linn.