εὐπρυμνής: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐπρυμνής]], -ές (Α)<br />αυτός που κυβερνά καλά, αυτός που κρατάει το [[πηδάλιο]] καλά («εὐπρυμνῆ φρενὸς [[χάριν]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πρύμνη]]. | |mltxt=[[εὐπρυμνής]], -ές (Α)<br />αυτός που κυβερνά καλά, αυτός που κρατάει το [[πηδάλιο]] καλά («εὐπρυμνῆ φρενὸς [[χάριν]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πρύμνη]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, = [[εὔπρυμνος]], [[χάρις]], <i>wohl [[gesichert]]</i>, Aesch. <i>Suppl</i>. 967, [[dubia lectio|l.d.]] | |||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, well-steering, well-governing, εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν A.Supp.989 (s.v.l.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
pê qui a le vent en poupe, càd au vent propice ; fig. qui vogue sûrement ; ferme, inébranlable.
Étymologie: εὖ, πρύμνα.
Russian (Dvoretsky)
εὐπρυμνής: досл. с крепкой кормой, перен. прочный, непоколебимый (χάρις Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρυμνής: -ές, καλῶς διευθύνων (τὸ πλοῖον), καλῶς κυβερνῶν, τυγχάνοντος εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 989· ὁ Paley ἐξέδωκε: τυγχάνοντα πρευμενῆ φρενὸς χάριν, ὁ Sidgwich: τυγχάνοντας ἐκ πρυμνῆς φρενὸς χάριν, καὶ ἄλλοι ἄλλως.
Greek Monolingual
εὐπρυμνής, -ές (Α)
αυτός που κυβερνά καλά, αυτός που κρατάει το πηδάλιο καλά («εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρύμνη.
German (Pape)
ές, = εὔπρυμνος, χάρις, wohl gesichert, Aesch. Suppl. 967, l.d.