τρεπτικός: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τρεπτός]]<br /><b>1.</b> ο [[δεκτικός]] τροπής, ο [[μεταβλητός]] («σώμασιν... οὐ τρεπτικοῖς, οὐδὲ ποικίλοις, οὐδὲ ἐκλελυμένοις», Μάξ.)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να επιφέρει [[μεταβολή]] («τρεπτικὸν τῆς ὕλης», Πλωτίν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρεπτικῶς</i> ΜΑ<br />με περίπλοκο τρόπο.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τρεπτός]]<br /><b>1.</b> ο [[δεκτικός]] τροπής, ο [[μεταβλητός]] («σώμασιν... οὐ τρεπτικοῖς, οὐδὲ ποικίλοις, οὐδὲ ἐκλελυμένοις», Μάξ.)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να επιφέρει [[μεταβολή]] («τρεπτικὸν τῆς ὕλης», Πλωτίν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρεπτικῶς</i> ΜΑ<br />με περίπλοκο τρόπο.
}}
{{pape
|ptext=<i>zum [[Drehen]], [[Wenden]] [[gehörig]], [[wandelbar]], [[veränderlich]]</i>, Maxim. Tyr.
}}
}}

Revision as of 16:51, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρεπτικός Medium diacritics: τρεπτικός Low diacritics: τρεπτικός Capitals: ΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: treptikós Transliteration B: treptikos Transliteration C: treptikos Beta Code: treptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A causing change in, δύναμις -κὴ τῆς ὕλης Plot.2.3.17; epithet of the sign Libra, Heph. Astr.1.1:—f.l. for θρεπτικός, Max.Tyr.10.2. 2 Adv. -κῶς, κινοῦσι τὴν γῆν οὐ μεταβατικῶς ἀλλὰτρεπτικῶς τροχοῦ δίκην by revolution, Placit.3.13.3.

Greek (Liddell-Scott)

τρεπτικός: -ή, -όν, μεταβλητός, εὐμετάβολος, σώμασιν... οὐ τρεπτικοῖς, οὐδὲ ποικίλοις, οὐδὲ ἐκλελυμένοις Μάξ. Τύρ. 10. 2· ὁ Dübner θρυπτικός. 2) ὁ δυνάμενος τρέπειν, μεταβάλλειν, τρ. τῆς ὕλης Πλωτῖν. Ι, 264.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τρεπτός
1. ο δεκτικός τροπής, ο μεταβλητός («σώμασιν... οὐ τρεπτικοῖς, οὐδὲ ποικίλοις, οὐδὲ ἐκλελυμένοις», Μάξ.)
2. αυτός που μπορεί να επιφέρει μεταβολή («τρεπτικὸν τῆς ὕλης», Πλωτίν.).
επίρρ...
τρεπτικῶς ΜΑ
με περίπλοκο τρόπο.

German (Pape)

zum Drehen, Wenden gehörig, wandelbar, veränderlich, Maxim. Tyr.