θειόδαμος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (pape replacement)
Line 16: Line 16:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θειόδαμος]], -άμη, -ον (Α)<br /> <b>1.</b> αυτός που δαμάζει τους θεούς<br /> <b>2.</b> <b>το θηλ.</b> [[θειοδάμη]]<br /> επίθ. της Εκάτης, ως δαμάστριας των θεών.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θείο]]- <span style="color: red;">+</span> -<i>δαμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]]), [[πρβλ]]. [[γυιόδαμος]], [[ιππόδαμος]]].
|mltxt=[[θειόδαμος]], -άμη, -ον (Α)<br /> <b>1.</b> αυτός που δαμάζει τους θεούς<br /> <b>2.</b> <b>το θηλ.</b> [[θειοδάμη]]<br /> επίθ. της Εκάτης, ως δαμάστριας των θεών.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θείο]]- <span style="color: red;">+</span> -<i>δαμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]]), [[πρβλ]]. [[γυιόδαμος]], [[ιππόδαμος]]].
}}
{{pape
|ptext=η, ον, <i>[[Götter]] [[bewältigend]], [[bezwingend]]</i>, im fem. von Suid. [[angeführt]].
}}
}}

Revision as of 16:51, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θειόδαμος Medium diacritics: θειόδαμος Low diacritics: θειόδαμος Capitals: ΘΕΙΟΔΑΜΟΣ
Transliteration A: theiódamos Transliteration B: theiodamos Transliteration C: theiodamos Beta Code: qeio/damos

English (LSJ)

v. θειοδάμη.


English (Slater)

θειόδαμος ?
   nbsp;1 god compelled ]πατρὸς ἑοῖο[ ]θειόδαμον[ ]πέφνε Δρυ[ (Δρύ[αντα παῖδα supp. T. Lodi, sc. de Dryante a patre Lycurgo necato: Θειοδάμαν[τα] Δρύ[οπα Wil. sc. de Theiodamante Dryope ab Hercule victo) ?fr. 355. 9.

Greek Monolingual

θειόδαμος, -άμη, -ον (Α)
1. αυτός που δαμάζει τους θεούς
2. το θηλ. θειοδάμη
επίθ. της Εκάτης, ως δαμάστριας των θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο- + -δαμος (< δάμνημι «δαμάζω), πρβλ. γυιόδαμος, ιππόδαμος].

German (Pape)

η, ον, Götter bewältigend, bezwingend, im fem. von Suid. angeführt.