διάρρυτος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diarrytos
|Transliteration C=diarrytos
|Beta Code=dia/rrutos
|Beta Code=dia/rrutos
|Definition=ον, [[intersected by streams]], <span class="bibl">Str.5.1.7</span>, Epic. in <span class="title">Arch.Pap.</span> 7.7; <b class="b3">διαρρύτους· διηντλημένους</b>, Hsch.
|Definition=ον, [[intersected by streams]], <span class="bibl">Str.5.1.7</span>, Epic. in <span class="title">Arch.Pap.</span> 7.7; <b class="b3">διαρρύτους· διηντλημένους</b>, Hsch.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(διάρρῠτος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[atravesado]], [[irrigado por corrientes de agua]] Ῥάβεννα Str.5.1.7, ἡ ὀρεινὴ εὔδενδρος καὶ δ. ποταμοῖς Str.12.3.15, ὁ φοινικών Str.16.2.41, cf. Dionysius 79re.9.<br /><b class="num">2</b> διαρρύτους· διηντλημένους Hsch.
|dgtxt=(διάρρῠτος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[atravesado]], [[irrigado por corrientes de agua]] Ῥάβεννα Str.5.1.7, ἡ ὀρεινὴ εὔδενδρος καὶ δ. ποταμοῖς Str.12.3.15, ὁ φοινικών Str.16.2.41, cf. Dionysius 79re.9.<br /><b class="num">2</b> διαρρύτους· διηντλημένους Hsch.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i><br />intersected by streams, Strab.
|mdlsjtxt=<i>adj</i><br />intersected by streams, Strab.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[durchflossen]], [[bewässert]]</i>, Strab.
}}
}}

Revision as of 16:53, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάρρῠτος Medium diacritics: διάρρυτος Low diacritics: διάρρυτος Capitals: ΔΙΑΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: diárrytos Transliteration B: diarrytos Transliteration C: diarrytos Beta Code: dia/rrutos

English (LSJ)

ον, intersected by streams, Str.5.1.7, Epic. in Arch.Pap. 7.7; διαρρύτους· διηντλημένους, Hsch.

Spanish (DGE)

(διάρρῠτος) -ον
1 atravesado, irrigado por corrientes de agua Ῥάβεννα Str.5.1.7, ἡ ὀρεινὴ εὔδενδρος καὶ δ. ποταμοῖς Str.12.3.15, ὁ φοινικών Str.16.2.41, cf. Dionysius 79re.9.
2 διαρρύτους· διηντλημένους Hsch.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
traversé par des eaux courantes.
Étymologie: διαρρέω.

Greek (Liddell-Scott)

διάρρῠτος: -ον, διατεμνόμενος ὑπὸ ῥυάκων, κατάρρυτος, Στράβων 213, Γρ. Νύσσ. 3, 1108.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διάρρυτος, -ον)
1. αυτός που διαρρέεται από νερά ή ρυάκια
2. διάβροχος, κάθυγρος.

Greek Monotonic

διάρρῠτος: -ον, κατάρρυτος, αυτός που τέμνεται, διαβρέχεται από ποτάμια, σε Στράβ.

Middle Liddell

adj
intersected by streams, Strab.

German (Pape)

durchflossen, bewässert, Strab.