τρυμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[τρῡμα</i>, <i>τρύματος]]<br />([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) υποκορ. του [[τρύμα]].
|mltxt=τὸ, Α [[τρῡμα</i>, <i>τρύματος]]<br />([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) υποκορ. του [[τρύμα]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], τό, dim. von [[τρῦμα]], <i>EM</i>.
}}
}}

Revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡμάτιον Medium diacritics: τρυμάτιον Low diacritics: τρυμάτιον Capitals: ΤΡΥΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: trymátion Transliteration B: trymation Transliteration C: trymation Beta Code: truma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of τρῦμα, EM752.51 (τρυμμ-, prob. f.l. for τρημάτιον).

Greek (Liddell-Scott)

τρῡμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τρῦμα. τὰ ἄνω τρυμάτια τοῦ ἐπὶ τῷ ἰστῷ ὀργάνου Ἐτυμ. Μέγ. 752, 52. ἐν λ. τερθρεία.

Greek Monolingual

τὸ, Α [[τρῡμα, τρύματος]]
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) υποκορ. του τρύμα.

German (Pape)

[ῡ], τό, dim. von τρῦμα, EM.