λιμουργός: Difference between revisions

From LSJ

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιμουργός]], -όν (Α)<br />[[λιμοποιός]], αυτός που προκαλεί λιμό, που στέλνει [[πείνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. <i>δημι</i>-<i>ουργός</i>, <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=[[λιμουργός]], -όν (Α)<br />[[λιμοποιός]], αυτός που προκαλεί λιμό, που στέλνει [[πείνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[δημιουργός]], [[ξυλουργός]]].
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], ὁ, = [[λιμοποιός]], Dio Chrys.
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

λιμουργός: -όν, = λιμοποιός, Δίωνος Χρυσ. Λόγος 34, 43R.

Greek Monolingual

λιμουργός, -όν (Α)
λιμοποιός, αυτός που προκαλεί λιμό, που στέλνει πείνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημιουργός, ξυλουργός].

German (Pape)

[ῑ], ὁ, = λιμοποιός, Dio Chrys.