κλεψίνους: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(20)
 
m (pape replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλεψίνους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που εξαπατά τον νου, [[δολερός]], [[απατηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βραδύ</i>-[[νους]], <i>οξύ</i>-[[νους]]. Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
|mltxt=[[κλεψίνους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που εξαπατά τον νου, [[δολερός]], [[απατηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]]), [[πρβλ]]. [[βραδύνους]], [[οξύνους]]. Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
}}
{{pape
|ptext=zusammengezogen st. [[κλεψίνοος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Greek Monolingual

κλεψίνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που εξαπατά τον νου, δολερός, απατηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -νους (< νοῦς), πρβλ. βραδύνους, οξύνους. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].

German (Pape)

zusammengezogen st. κλεψίνοος.