λυπρόγεως: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυπρόγεως]], -ων, ουδ. και λυπρόγαιον (AM)<br /> <b>1.</b> αυτός που έχει ισχνή, φτωχή, άγονη γη<br /> <b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυπρόγεων</i> ή <i>τὸ λυπρόγαιον</i><br /> η [[ξηρότητα]] της γης, η [[αγονία]] («λυπρογέῳ νησιδίῳ», Κ. Μανασσ.).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λυπρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γεως</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), [[πρβλ]]. [[λεπτό]]-<i>γεως</i>, <i>μελάγ</i>-<i>γεως</i>].
|mltxt=[[λυπρόγεως]], -ων, ουδ. και λυπρόγαιον (AM)<br /> <b>1.</b> αυτός που έχει ισχνή, φτωχή, άγονη γη<br /> <b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυπρόγεων</i> ή <i>τὸ λυπρόγαιον</i><br /> η [[ξηρότητα]] της γης, η [[αγονία]] («λυπρογέῳ νησιδίῳ», Κ. Μανασσ.).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λυπρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γεως</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), [[πρβλ]]. [[λεπτό]]-<i>γεως</i>, <i>μελάγ</i>-<i>γεως</i>].
}}
{{pape
|ptext=ων, att. = [[λυπρόγαιος]].
}}
}}

Revision as of 16:55, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυπρόγεως Medium diacritics: λυπρόγεως Low diacritics: λυπρόγεως Capitals: ΛΥΠΡΟΓΕΩΣ
Transliteration A: lyprógeōs Transliteration B: lyprogeōs Transliteration C: lyprogeos Beta Code: lupro/gews

English (LSJ)

ων, with poor soil, Ph. 2.294, App. Hisp. 59 (-γειον codd., -γαιον Suid.).

Greek (Liddell-Scott)

λυπρόγεως: -ων, ἔχων γῆν λυπράν, ἄγονον, Ἀππ. Ἰβηρ. 59 (Σουΐδ. -γαιος), Φίλων 2. 294· ἴδε τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

λυπρόγεως, -ων, ουδ. και λυπρόγαιον (AM)
1. αυτός που έχει ισχνή, φτωχή, άγονη γη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπρόγεων ή τὸ λυπρόγαιον
η ξηρότητα της γης, η αγονία («λυπρογέῳ νησιδίῳ», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός + -γεως (< γῆ), πρβλ. λεπτό-γεως, μελάγ-γεως].

German (Pape)

ων, att. = λυπρόγαιος.