οἰκτρόγοος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκτρόγοος:''' -ον, αυτός που θρηνεί ελεεινά, εξαθλιωμένος, σε Πλάτ.
|lsmtext='''οἰκτρόγοος:''' -ον, αυτός που θρηνεί ελεεινά, εξαθλιωμένος, σε Πλάτ.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[jämmerlich]] [[klagend]]</i>, λόγοι, Plat. <i>Phaedr</i>. 267c.
}}
}}

Revision as of 16:56, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκτρόγοος Medium diacritics: οἰκτρόγοος Low diacritics: οικτρόγοος Capitals: ΟΙΚΤΡΟΓΟΟΣ
Transliteration A: oiktrógoos Transliteration B: oiktrogoos Transliteration C: oiktrogoos Beta Code: oi)ktro/goos

English (LSJ)

ον, wailing piteously, piteous, λόγοι Pl.Phdr.267c.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui gémit lamentablement.
Étymologie: οἰκτρός, γόος.

Russian (Dvoretsky)

οἰκτρόγοος: жалобно стонущий, жалобный (λόγοι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτρόγοος: -ον, ὁ ἐκφράζων οἰκτρὸν γόον, οἰκτρογόων ἐπὶ γῆρας καὶ πενίαν ἑλκομένων λόγων Πλάτ. Φαῖδρ. 267C.

Greek Monolingual

οἰκτρόγοος, -ον (Α)
αυτός που θρηνεί με τρόπο που προκαλεί οίκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + γόος (πρβλ. αβρό-γοος, οξύ-γοος)].

Greek Monotonic

οἰκτρόγοος: -ον, αυτός που θρηνεί ελεεινά, εξαθλιωμένος, σε Πλάτ.

German (Pape)

jämmerlich klagend, λόγοι, Plat. Phaedr. 267c.